- χορικό(ν)
- το хоровая песня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… … Dictionary of Greek
υπόρχημα — Είδος αρχαίας ελληνικής λατρευτικής ποίησης, για το οποίο δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Πιθανώς ήταν χορικό άσμα που συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και μιμικές κινήσεις. Τα υ. δημιουργούνται κυρίως σε κρητικά μέτρα, και ήταν παρόμοια με εκείνα που … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αντεπίρρημα — Το έβδομο και τελευταίο μέρος της παράβασης (κύριο χορικό άσμα) στην αρχαία αττική κωμωδία. Γραμμένο σε τροχαϊκούς τετράμετρους στίχους (όπως και το πέμπτο μέρος, το επίρρημα,με το οποίο αλληλοσυμπληρωνόταν), απαγγελλόταν από τον Χορό που… … Dictionary of Greek
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… … Dictionary of Greek
επιχορεύω — ἐπιχορεύω (Α) 1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός 2. έρχομαι χορεύοντας 3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε») … Dictionary of Greek
μελωδία — η (ΑM μελῳδία) [μελωδός] 1. η αρμονία και ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιέται ένα ποίημα, μουσική σύνθεση 2. άσμα, τραγούδι νεοελλ. 1. ρυθμική, ευχάριστη απαγγελία 2. γαλλικό έντεχνο τραγούδι τού 19ου και τού 20ού αιώνα με συνοδεία, κυρίως, πιάνου … Dictionary of Greek